- εγκυκλον
- ἔγκυκλονἔγ-κυκλοντό энкикл (род верхнего женского платья) Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔγκυκλον — ἔγκυκλος circular masc/fem acc sg ἔγκυκλος circular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὔγκυκλον — ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular masc/fem acc sg ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὤγκυκλον — ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular masc/fem acc sg ἔγκυκλον , ἔγκυκλος circular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОДЕЖДА — • Vestis, I. Греческая одежда. Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… … Реальный словарь классических древностей
έγκυκλος — ἔγκυκλος, ον (AM) κυκλικός, στρογγυλός μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔγκυκλος η εγκύκλιος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυκλον γυναικείο ιμάτιο … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
τούγκυκλον — Α κράση αντί τo ἔγκυκλον … Dictionary of Greek